- ἀλφιτόμαντις
- ἀλφιτόμαντιςone that divines from barley-mealfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλφιτομάντεις — ἀλφιτόμαντις one that divines from barley meal fem nom/voc pl (attic epic) ἀλφιτόμαντις one that divines from barley meal fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφιτοσκόπος — ἀλφιτοσκόπος, ο (Α) κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + σκόπος < σκοπός] … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek